Το ραδιόφωνο αποτελούσε για μένα από την ηλικία των δέκα ετών το μόνιμο καλό μου φίλο. Τότε τα ραδιόφωνα ήταν λιγοστά, άκουγα τη θεία Λένα, την Κυριακή τη Μαρία Ρεζάν και τη Δευτέρα το θέατρο της Δευτέρας. Τότε το ραδιόφωνο είχε εξαιρετικά καλή ποιότητα και διέθετε αξιόλογους παραγωγούς. Το ραδιόφωνο τότε ήταν ψυχαγωγία, ήταν διασκέδαση, ήταν σχολείο, ήταν εκπαίδευση, σε όλα τα επίπεδα ήταν ενημέρωση.
Τότε ήταν όλα αυτά με ποιότητα και καταξιωμένους δημοσιογράφους, ηθοποιούς, πολιτικούς, συγγραφείς ακόμα και θρησκευτικούς ηγέτες.
Το τότε με το σήμερα δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Η νέα ποιότητα μέτριων έως πολύ κακών παραγωγών ραδιοφώνου και ελαχίστων ικανών προέκυψε με το άνοιγμα της ελεύθερης ραδιοφωνίας το 78 με τον τότε δήμαρχο Αθήνας, το συγχωρεμένο Μιλτιάδη Έβερτ.
Βέβαια όλη την προηγούμενη περίοδο λειτουργούσαν για λίγο άπειροι παράνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί με περιορισμένη συχνότητα, αλλά και βραχεία διάρκεια. Την ύπαρξή τους ανέχτηκαν οι τοπικές αρχές και ενθαρρύνθηκαν από δεξιούς πολιτικούς.
Οι σταθμοί αυτοί βιοπορίζονταν κυρίως από τις αφιερώσεις τραγουδιών σε διάφορα πρόσωπα πχ. Στον πατέρα που γιόρταζε ή τη μητέρα, στην αγαπημένη, στον αγαπημένο κλπ. Επίσης έπαιζαν και μερικές διαφημίσεις καταστημάτων με πολύ ακριβό τιμολόγιο.
Στην Αθήνα σήμερα εκπέμπουν εξήντα ραδιόφωνα και πλέον. Οι σταθμοί αυτοί όπως τους αποκαλούμε χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Μουσικοί και ενημερωτικοί. Κάθε εφημερίδα ελέγχει έως δύο ραδιόφωνα. Κάθε ποδοσφαιρικός μεγαλοπαράγοντας ελέγχει ένα, δύο, ενδεχομένως και τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς. Περίπου έτσι λειτουργούν και τα υπόλοιπα μέσα με αφεντικά τους ποδοσφαιροπαράγοντες (Μαρινάκης, Σαββίδης Αλαφούζος) και άλλους σε μικρότερη κλίμακα.
Οι μουσικοί σταθμοί έχουν καλύτερη ποιότητα με διάφορες μουσικές, αλλά το playlist πάει σύννεφο.
Αυτό σημαίνει ότι εφόσον το κάθε μέσο έχει αφεντικό, αυτονόητο είναι ότι στο μέσο αυτό δηλαδή ή δημόσια γραφεία εντέλλεται να υπηρετήσει ή τα συμφέροντα των αφεντικών τους και των πολιτικών τους φίλων.
Η κρατική τότε ραδιοφωνία δεν ήταν αγία, αλλά ούτε και εντελώς ανεξάρτητη. Είχε όμως ρόλο, ύφος, ήθος, παιδεία και συμπεριφορά εντελώς διαφορετική και πιο αποδεκτή από τη σημερινή και κατά πλειοψηφία εμετική ραδιοφωνία.
Το κάθε παρτσακλό, το κάθε κομπλεξικό και καταπρόθυμο γιουσουμάκι έχει και ένα μικρόφωνο. Δεν έχει σημασία αν πληρώνεται και πότε, σημασία έχει ότι ρυπαίνει τα αυτιά και το μυαλό κάθε ανυποψίαστου ακροατή.
Στην επαρχία συμβαίνει ότι χειρότερο μπορεί κανείς να φανταστεί σε μουσικό επίπεδο, αλλά και δημοσιογραφικό με πολλά εισαγωγικά. Το άνοιγμα της ελεύθερης ραδιοφωνίας δημιούργησε ανάγκες παραγωγής εκπομπών οτιδήποτε από οποιονδήποτε και ιδού το χάλι.
ΚΠ